χρυσεόμαλλος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
χρυσεόμαλλος,ος, ον
- με χρυσό μαλλί (το χρυσόμαλλο δέρας)
- νεόμενος δ᾽εἰς ἀγόρους ἀυτεῖ τάν κερόεσσαν ἔχειν χρυσεόμαλλον κατὰ δῶμα ποίμναν.
χρυσεόμαλλος,ος, ον