Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χρυσοστέφανος < χρυσός και στεφάνη

  Επίθετο επεξεργασία

χρυσοστέφανος,ος,ον

  1. χρυσοστεφανωμένος
    χρυσοστέφανος κόρη (Ευριπίδης)
  2. για άθλημα με έπαθλο του νικητή ένα στέμμα