γαλαζοαίματος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γαλαζοαίματος < γαλαζο- + -αίματος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική sang-bleu ή την αγγλική blue blood < ισπανική sangre azul [1][2] γαλάζιο αίμα λόγω της όψης των φλεβών στο λευκό δέρμα των Ισπανών ευγενών του Μεσαίωνα, σε αντίθεση με των αράβων εισβολέων τους[3]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɣa.la.zoˈe.ma.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γα‐λα‐ζο‐αί‐μα‐τος
Επίθετο επεξεργασία
γαλαζοαίματος, -η, -ο
- που ανήκει σε βασιλική ή αριστοκρατική οικογένεια (και ειρωνικό)
- ↪ Αν και γαλαζοαίματος, παντρεύτηκε μια κοινή θνητή.
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γαλαζοαίματος
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ γαλαζοαίματος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ γαλαζοαίματος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)