↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γαλανομάτα οι γαλανομάτες
      γενική της γαλανομάτας των γαλανοματών
    αιτιατική τη γαλανομάτα τις γαλανομάτες
     κλητική γαλανομάτα γαλανομάτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γαλανομάτα < γαλανομάτης +

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γαλανομάτα θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • γαλανομάτηςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • γαλανομάτα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)