çakırkeyif
Τουρκικά (tr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- çakırkeyif < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική چاقر كیف
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ νέα ελληνικά: τσακίρ κέφι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /t͡ʃɑˈkɯɾcɛjif/
Επίθετο επεξεργασία
çakırkeyif (tr)
- που είναι στο τσακίρ κέφι
- Profesör çok ciddi görünüyordu ama çakırkeyif olunca ayağa kalkıp oynamaya başladı. ― Ο καθηγητής φαινόταν πολύ σοβαρός, αλλά όταν ήρθε στο τσακίρ κέφι, σηκώθηκε και άρχισε να χορεύει.