ενικός         πληθυντικός  
joy joys

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

joy (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η χαρά, το συναίσθημα
    ⮡  They were expressing their joy with cheers.
    Εξέφραζαν τη χαρά τους με ζητωκραυγές.
  2. η χαρά, για κάποιον ή για κάτι που γίνεται αιτία χαράς
    ⮡  You are my greatest joy.
    Είσαι η πιο μεγάλη μου χαρά.