Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
joy
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά
(en)
1.1
Ουσιαστικό
1.1.1
Σύνθετα
1.2
Πηγές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
joy
joys
Ουσιαστικό
επεξεργασία
joy
(en)
(
μη
μετρήσιμο
)
η
χαρά
, το συναίσθημα
⮡
They were expressing their
joy
with cheers.
Εξέφραζαν τη
χαρά
τους με ζητωκραυγές.
η
χαρά
, για κάποιον ή για κάτι που γίνεται αιτία χαράς
⮡
You are my greatest
joy
.
Είσαι η πιο μεγάλη μου
χαρά
.
Σύνθετα
επεξεργασία
enjoy
Πηγές
επεξεργασία
joy
-
Oxford Learner's Dictionaries