verve
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασία- η ζωηρότητα, η ζωή, η ενέργεια, και ο ενθουσιασμός
- ⮡ His movements, his look, and the way he spoke had an impressive verve for his age.
- Οι κινήσεις του, το βλέμμα του και ο τρόπος που μιλούσε είχαν μια ζωηρότητα εντυπωσιακή για την ηλικία του.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη liveliness
- ⮡ His movements, his look, and the way he spoke had an impressive verve for his age.
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
verve | verves |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαverve (fr) θηλυκό
- ο οίστρος
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαverve (eo)