verve
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
verve (en)
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
verve | verves |
verve (fr) θηλυκό
- ο οίστρος
Εσπεράντο (eo)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
verve (eo)