Ουσιαστικό

επεξεργασία

verve (en) (μη μετρήσιμο)

  • η ζωηρότητα, η ζωή, η ενέργεια, και ο ενθουσιασμός
      His movements, his look, and the way he spoke had an impressive verve for his age.
    Οι κινήσεις του, το βλέμμα του και ο τρόπος που μιλούσε είχαν μια ζωηρότητα εντυπωσιακή για την ηλικία του.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη liveliness
      ενικός         πληθυντικός  
verve verves

Ουσιαστικό

επεξεργασία

verve (fr) θηλυκό



Ετυμολογία

επεξεργασία
verve <  δείτε τις λέξεις vervo και -e

Επίρρημα

επεξεργασία