Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός fun
συγκριτικός more fun
υπερθετικός most fun

fun (en)

  • (ανεπίσημο) διασκεδαστικός, είναι διασκέδαση, ευχάριστος
    The new teacher knew how to make his class fun for his students.
    Ο νέος δάσκαλος ήξερε πώς να κάνει το μάθημά του διασκεδαστικό για τους μαθητές του.
    This toy is fun, but it is not appropriate for children under five years old.
    Το παιχνίδι αυτό είναι διασκεδαστικό, αλλά δεν είναι κατάλληλο για παιδιά κάτω των πέντε χρονών.
    We spent a fun day at the park.
    Εμείς περάσαμε μια διασκεδαστική μέρα στο πάρκο.
    This job is fun for me.
    Αυτή η δουλειά είναι για μένα διασκέδαση.
    It’s not fun for anyone to wait.
    Δεν είναι ευχάριστο να περιμένει κανείς.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη entertaining

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • it will be fun to ...: θα έχει πλάκα να ...

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

fun (en) (μη μετρήσιμο)

  1. η διασκέδαση, διασκεδάζομαι, η πλάκα, η αίσθηση της απόλαυσης, οι δραστηριότητες που μου αρέσουν
    He prefers fun to work.
    Προτιμάει τη διασκέδαση από τη δουλειά.
    Life is not only fun and games.
    Η ζωή δεν είναι μόνο διασκέδαση.
    Did you have fun at the party?
    Διασκεδάσατε στο πάρτι;
    We had a lot of fun!
    Διασκεδάσαμε πάρα πολύ!
    It was a lot of fun.
    Είχε μεγάλη πλάκα.
    We had a lot of fun.
    Σπάσαμε μεγάλη πλάκα.
    Yesterday evening was a lot of fun.
    Χτες το βράδυ έγινε μεγάλη πλάκα.
    It’s no fun when the other knows about it.
    Δεν έχει πλάκα όταν ο άλλος το ξέρει.
    I like a little bit of fun.
    Μου αρέσει λίγο η πλάκα.
    Just for the fun of it!
    Έτσι για (την) πλάκα!
    I said it just for fun.
    Έτσι το είπα, για πλάκα.
    We play cards for fun, not money.
    Για πλάκα παίζουμε χαρτιά, όχι για λεφτά.
  2. το κέφι, η συμπεριφορά ή οι δραστηριότητες που δεν είναι σοβαρές αλλά προορίζονται να τις απολαύσει κάποιος
    He is full of fun.
    Είναι όλο κέφι.

Εκφράσεις

επεξεργασία

fun (en)



  Μεταγραφή

επεξεργασία

fun (rōmaji