Ετυμολογία

επεξεργασία
ρομάτζι < (οπτικό δάνειο) αγγλική romaji < ιαπωνική ローマ字 (rōmaji, ρωμαϊκά γράμματα) < ローマ (Ρώμη) + (γράμματα)
ΔΦΑ : /ɾo̞ːma̠ʑi/ (ιαπωνική προφορά)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ρομάτζι άκλιτο

  • τρόπος γραφής των ιαπωνικών λέξεων που χρησιμοποιεί λατινικούς χαρακτήρες
      η γραφήρομάτζι (εκφορά με θηλυκό γένος)
      τα ρομάτζι σύμβολα, γράμματα (εκφορά με ουδέτερο γένος)

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία