have fun
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Έκφραση
επεξεργασία
have fun (en)
- διασκεδάζω, ευχαριστιέμαι, περνάω καλά
- ⮡ we had a lot of fun on our vacation - περάσαμε πολύ καλά στις διακοπές μας