Ετυμολογία

επεξεργασία
have fun < → δείτε τις λέξεις have και fun

  Έκφραση

επεξεργασία

have fun (en)

  1. διασκεδάζω, ευχαριστιέμαι, περνάω καλά
    we had a lot of fun on our vacation - περάσαμε πολύ καλά στις διακοπές μας