entertaining
Αγγλικά (en) επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | entertaining |
συγκριτικός | more entertaining |
υπερθετικός | most entertaining |
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /en.təˈteɪ.nɪŋ/ (βρετανικό)
- ΔΦΑ : /en.t̬ɚˈteɪ.nɪŋ/ & /ˌen·tərˈteɪ·nɪŋ/ (ΗΠΑ)
Επίθετο επεξεργασία
entertaining (en)
Συγγενικά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
entertaining | entertainings |
entertaining (en)
- (αρχαϊκό) η διασκέδαση
Συνώνυμα επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
entertaining (en)
Πηγές επεξεργασία
- entertaining - Cambridge Dictionary online