ψυχαγωγικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψυχαγωγικός < αρχαία ελληνική ψυχαγωγικός < ψυχαγωγέω-ῶ < ψυχαγωγός < ψυχή και ἄγω
Επίθετο
επεξεργασίαψυχαγωγικός, -ή, -ό
- σχετικός με την ψυχαγωγία, που διασκεδάζει, ευχαριστεί, ξεκουράζει, αποφορτίζει την ψυχική ένταση
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ψυχαγωγικός