ψυχαγωγός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαψυχαγωγός αρσενικό
- (ελληνική μυθολογία) αυτός που οδηγεί τις ψυχές στον άλλο κόσμο (ως επίθετο του θεού Ερμή)
- (νεολογισμός, επάγγελμα) αυτός που μας ψυχαγωγεί
- ≈ συνώνυμα: διασκεδαστής
- Δύο από τις μεγαλύτερες πολιτισμικές αξίες του 20ού αιώνα υπήρξαν ο επαναστάτης με αιτία και ο επαγγελματίας ψυχαγωγός. Όταν ο επαναστάτης είδε την πραγματικότητα να μετατρέπει το όνειρό του σε εφιάλτη, ο επαγγελματίας ψυχαγωγός αναγορεύτηκε ο μόνος αδιαφιλονίκητος σύγχρονος θεός με άμβωνά του την τηλεόραση και λόγο του το δράμα. (*)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ψυχαγωγία
Μεταφράσεις
επεξεργασία που οδηγεί τις ψυχές
διασκεδαστής
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαψυχαγωγός αρσενικό ή θηλυκό
- που οδηγεί τις ψυχές στον άλλο κόσμο, ο ψυχοπομπός
- ο νεκρομάντης, που καλεί τα πνευματα από τον κάτω κόσμ με μαγικές μεθόδους
- ο απατεώνας
- ο απαγωγέας, ο σωματέμπορος, ο έμπορος δούλων ή γενικά ανθρώπων (μεταγενέστερη έννοια)