↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψυχαγωγός οι ψυχαγωγοί
      γενική του ψυχαγωγού των ψυχαγωγών
    αιτιατική τον ψυχαγωγό τους ψυχαγωγούς
     κλητική ψυχαγωγέ ψυχαγωγοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
  1. ψυχαγωγός < αρχαία ελληνική ψυχαγωγός < ψυχή + ἄγω
  2. ψυχαγωγός < ψυχαγωγώ + -ός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψυχαγωγός αρσενικό

  1. (ελληνική μυθολογία) αυτός που οδηγεί τις ψυχές στον άλλο κόσμο (ως επίθετο του θεού Ερμή)
  2. (νεολογισμός, επάγγελμα) αυτός που μας ψυχαγωγεί
     συνώνυμα: διασκεδαστής
    Δύο από τις μεγαλύτερες πολιτισμικές αξίες του 20ού αιώνα υπήρξαν ο επαναστάτης με αιτία και ο επαγγελματίας ψυχαγωγός. Όταν ο επαναστάτης είδε την πραγματικότητα να μετατρέπει το όνειρό του σε εφιάλτη, ο επαγγελματίας ψυχαγωγός αναγορεύτηκε ο μόνος αδιαφιλονίκητος σύγχρονος θεός με άμβωνά του την τηλεόραση και λόγο του το δράμα. (*)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψυχαγωγός < ψυχή και ἄγω

  Επίθετο

επεξεργασία

ψυχαγωγός αρσενικό ή θηλυκό

  1. που οδηγεί τις ψυχές στον άλλο κόσμο, ο ψυχοπομπός
  2. ο νεκρομάντης, που καλεί τα πνευματα από τον κάτω κόσμ με μαγικές μεθόδους
  3. ο απατεώνας
  4. ο απαγωγέας, ο σωματέμπορος, ο έμπορος δούλων ή γενικά ανθρώπων (μεταγενέστερη έννοια)