Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σωματέμπορος οι σωματέμποροι
      γενική του σωματέμπορου
σωματεμπόρου
των σωματέμπορων
σωματεμπόρων
    αιτιατική τον σωματέμπορο τους σωματέμπορους
σωματεμπόρους
     κλητική σωματέμπορε σωματέμποροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σωματέμπορος < (ελληνιστική κοινή) σῶμα + ἔμπορος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σωματέμπορος αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία