Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σωματεμπόριο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ετυμολογία
1.3
Ουσιαστικό
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
σωματεμπόρι
ο
τα
σωματεμπόρι
α
γενική
του
σωματεμπορί
ου
&
σωματεμπόρι
ου
των
σωματεμπορί
ων
αιτιατική
το
σωματεμπόρι
ο
τα
σωματεμπόρι
α
κλητική
σωματεμπόρι
ο
σωματεμπόρι
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σωματεμπόριο
<
σώματ(ος)
+
-εμπόριο
Ετυμολογία
επεξεργασία
σωματεμπόριο
< (
ελληνιστική κοινή
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σωματεμπόριο
ουδέτερο
→
δείτε
τη λέξη
σωματεμπορία