πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δουλέμπορος οι δουλέμποροι
      γενική του δουλέμπορου
& δουλεμπόρου
των δουλέμπορων
& δουλεμπόρων
    αιτιατική τον δουλέμπορο τους δουλέμπορους
& δουλεμπόρους
     κλητική δουλέμπορε δουλέμποροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

δουλέμπορος αρσενικό

  1. (επάγγελμα) ο έμπορος δούλων
  2. (κατ’ επέκταση) αυτός που μεταφέρει λαθρομετανάστες, έναντι αδράς αμοιβής και υπό άθλιες και επικίνδυνες για τη ζωή τους συνθήκες

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία