πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δουλεμπορία οι δουλεμπορίες
      γενική της δουλεμπορίας των δουλεμποριών
    αιτιατική τη δουλεμπορία τις δουλεμπορίες
     κλητική δουλεμπορία δουλεμπορίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
δουλεμπορία < δουλέμπορος + -ία / δούλ(ος) + -εμπορία  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

επεξεργασία

δουλεμπορία θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία