δουλεμπορικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δουλεμπορικό < ουδέτερο του δουλεμπορικός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδουλεμπορικό ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) πλοίο με το οποίο γίνεται το δουλεμπόριο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις δουλέμπορος, δούλος και έμπορος
Μεταφράσεις
επεξεργασία δουλεμπορικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαδουλεμπορικό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του δουλεμπορικός