Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
négrier négriers

négrier (fr) αρσενικό

  1. ο δουλέμπορος
  2. δουλεμπορικό πλοίο