Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διασκεδαστής οι διασκεδαστές
      γενική του διασκεδαστή των διασκεδαστών
    αιτιατική τον διασκεδαστή τους διασκεδαστές
     κλητική διασκεδαστή διασκεδαστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διασκεδαστής < διασκεδάζω + -τής (πβ. αρχαία ελληνική διασκεδαστής με άλλη σημασία)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διασκεδαστής αρσενικό (θηλυκό διασκεδάστρια)

  1. αυτός που διασκεδάζει ο ίδιος, που γλεντάει
     συνώνυμα: γλεντοκόπος
  2. (επάγγελμα) αυτός που διασκεδάζει τους άλλους, που τους κάνει να περνάν καλά
     συνώνυμα: ψυχαγωγός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διασκεδαστής οἱ διασκεδασταί
      γενική τοῦ διασκεδαστοῦ τῶν διασκεδαστῶν
      δοτική τῷ διασκεδαστ τοῖς διασκεδασταῖς
    αιτιατική τὸν διασκεδαστήν τοὺς διασκεδαστᾱ́ς
     κλητική ! διασκεδαστᾰ́ διασκεδασταί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διασκεδαστᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  διασκεδασταῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διασκεδαστής < διασκεδάννυμι + -τής < σκεδάννυμι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διασκεδαστής αρσενικό

  1. διασκορπιστής
  2. απερίσκεπτος, υπερβολικός