διασκεδάστρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διασκεδάστρια < διασκεδαστής + -τρια < διασκεδάζω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιασκεδάστρια θηλυκό
- (επάγγελμα) θηλυκό του διασκεδαστής
Μεταφράσεις
επεξεργασία διασκεδάστρια
|
διασκεδάστρια θηλυκό
|