• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

γλεντοκόπος

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γλεντοκόπος οι γλεντοκόποι
      γενική του γλεντοκόπου των γλεντοκόπων
    αιτιατική τον γλεντοκόπο τους γλεντοκόπους
     κλητική γλεντοκόπε γλεντοκόποι
όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

γλεντοκόπος < γλεντοκοπ(ώ) + -ος. Αναλύεται σε γλεντο- + -κόπος.

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

γλεντοκόπος αρσενικό

  • ο γλεντζές

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    γλεντοκόπος
  • αγγλικά : merrymaker (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=γλεντοκόπος&oldid=4821535"
Τελευταία επεξεργασία στις 21 Αυγούστου 2020, στις 07:48

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 21 Αυγούστου 2020, στις 07:48.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie