• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

γλεντοκόπος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γλεντοκόπος οι γλεντοκόποι
      γενική του γλεντοκόπου των γλεντοκόπων
    αιτιατική τον γλεντοκόπο τους γλεντοκόπους
     κλητική γλεντοκόπε γλεντοκόποι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
γλεντοκόπος < γλεντοκοπ(ώ) + -ος. Αναλύεται σε γλεντο- + -κόπος.

Ουσιαστικό

επεξεργασία

γλεντοκόπος αρσενικό

  • ο γλεντζές

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    γλεντοκόπος
  • αγγλικά : merrymaker (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=γλεντοκόπος&oldid=5464261"
Τελευταία επεξεργασία στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 02:49

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 02:49.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας