Ετυμολογία

επεξεργασία
γλεντάω < γλεντ(ώ) + -άω < οθωμανική τουρκική اگلنمك (ρήμα, τουρκική eğlenmek), ρηματικοί τύποι με θέμα eğlend-

γλεντάω/γλεντώ, πρτ.: γλεντούσα/γλένταγα, αόρ.: γλέντησα (χωρίς παθητική φωνή)

  • διασκεδάζω, περνάω καλά
      Γλέντησα με την ψυχή μου!
      Θέλω να γλεντήσω τη ζωή μου
      Γλέντα τη ζωή σου!

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία