γλεντάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γλεντάω < γλεντ(ώ) + -άω < οθωμανική τουρκική اگلنمك (ρήμα, τουρκική eğlenmek), ρηματικοί τύποι με θέμα eğlend-
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɣlenˈda.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γλε‐ντά‐ω
Ρήμα
επεξεργασίαγλεντάω/γλεντώ, πρτ.: γλεντούσα/γλένταγα, αόρ.: γλέντησα (χωρίς παθητική φωνή)
- διασκεδάζω, περνάω καλά
- ⮡ Γλέντησα με την ψυχή μου!
- ⮡ Θέλω να γλεντήσω τη ζωή μου
- ⮡ Γλέντα τη ζωή σου!
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη γλέντι
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γλεντάω - γλεντώ | γλεντούσα | θα γλεντάω - γλεντώ | να γλεντάω - γλεντώ | γλεντώντας | |
β' ενικ. | γλεντάς | γλεντούσες | θα γλεντάς | να γλεντάς | γλέντα - γλένταγε | |
γ' ενικ. | γλεντάει - γλεντά | γλεντούσε | θα γλεντάει - γλεντά | να γλεντάει - γλεντά | ||
α' πληθ. | γλεντάμε - γλεντούμε | γλεντούσαμε | θα γλεντάμε - γλεντούμε | να γλεντάμε - γλεντούμε | ||
β' πληθ. | γλεντάτε | γλεντούσατε | θα γλεντάτε | να γλεντάτε | γλεντάτε | |
γ' πληθ. | γλεντάν(ε) - γλεντούν(ε) | γλεντούσαν(ε) | θα γλεντάν(ε) - γλεντούν(ε) | να γλεντάν(ε) - γλεντούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γλέντησα | θα γλεντήσω | να γλεντήσω | γλεντήσει | ||
β' ενικ. | γλέντησες | θα γλεντήσεις | να γλεντήσεις | γλέντα - γλέντησε | ||
γ' ενικ. | γλέντησε | θα γλεντήσει | να γλεντήσει | |||
α' πληθ. | γλεντήσαμε | θα γλεντήσουμε | να γλεντήσουμε | |||
β' πληθ. | γλεντήσατε | θα γλεντήσετε | να γλεντήσετε | γλεντήστε | ||
γ' πληθ. | γλέντησαν γλεντήσαν(ε) |
θα γλεντήσουν(ε) | να γλεντήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γλεντήσει | είχα γλεντήσει | θα έχω γλεντήσει | να έχω γλεντήσει | ||
β' ενικ. | έχεις γλεντήσει | είχες γλεντήσει | θα έχεις γλεντήσει | να έχεις γλεντήσει | ||
γ' ενικ. | έχει γλεντήσει | είχε γλεντήσει | θα έχει γλεντήσει | να έχει γλεντήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε γλεντήσει | είχαμε γλεντήσει | θα έχουμε γλεντήσει | να έχουμε γλεντήσει | ||
β' πληθ. | έχετε γλεντήσει | είχατε γλεντήσει | θα έχετε γλεντήσει | να έχετε γλεντήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν γλεντήσει | είχαν γλεντήσει | θα έχουν γλεντήσει | να έχουν γλεντήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- γλεντώ, γλεντάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- γλεντώ, γλεντάω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)