Δείτε επίσης: ψυχαγωγῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψυχαγωγώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ψυχαγωγῶ, συνηρημένος τύπος του ψυχαγωγέω < αρχαία ελληνική ψυχ- + ἄγω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /psi.xa.ɣoˈɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψυ‐χα‐γω‐γώ

ψυχαγωγώ, αόρ.: ψυχαγώγησα, παθ.φωνή: ψυχαγωγούμαι, π.αόρ.: ψυχαγωγήθηκα, μτχ.π.π.: ψυχαγωγημένος

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία