ενεστώτας entertain
γ΄ ενικό ενεστώτα entertains
αόριστος entertained
παθητική μετοχή entertained
ενεργητική μετοχή entertaining

entertain (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) διασκεδάζω, ψυχαγωγώ
      We entertained the children with fairytales.
    Διασκεδάσαμε τα παιδιά με παραμύθια.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) δέχομαι, φιλοξενώ
      They entertained their friends to a dinner.
    Δέχτηκαν τους φίλους τους σε δείπνο.
      They entertained us wonderfully.
    Μας φιλοξένησαν θαυμάσια.
     συνώνυμα: host
  3. (μεταβατικό, επίσημο) διατηρώ, μελετάω, σκέπτομαι, έχω ιδέες, ελπίδες, συναισθήματα κτλ. για κάτι
      I was entertaining hopes/doubts.
    Διατηρούσα ελπίδες/αμφιβολίες.
      We will entertain your proposal.
    Θα μελετήσουμε/σκεφτούμε την πρότασή σας.