Δείτε επίσης: ψυχαγωγοῦμαι

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ψυχαγωγούμαι, π.αόρ.: ψυχαγωγήθηηκα, μτχ.π.π.: ψυχαγωγημένος