ψυχαγωγούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαψυχαγωγούμαι, π.αόρ.: ψυχαγωγήθηηκα, μτχ.π.π.: ψυχαγωγημένος
- παθητική φωνή του ρήματος ψυχαγωγώ
Δείτε επίσης : ψυχαγωγοῦμαι |
ψυχαγωγούμαι, π.αόρ.: ψυχαγωγήθηηκα, μτχ.π.π.: ψυχαγωγημένος