πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψυχοπομπός οι ψυχοπομποί
      γενική του ψυχοπομπού των ψυχοπομπών
    αιτιατική τον ψυχοπομπό τους ψυχοπομπούς
     κλητική ψυχοπομπέ ψυχοπομποί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ψυχοπομπός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ψυχοπομπός. Συγχρονικά αναλύεται σε ψυχο- < ψυχή + πομπός < πέμπω
ΔΦΑ : /psi.xo.pomˈbos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψυχοπομπός
παλιότερος συλλαβισμός: ψυχοπομπός

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψυχοπομπός αρσενικό

  • επίθετο που χρησιμοποιούσαν στην αρχαία Ελλάδα κυρίως για τον Ερμή, ειδικά για το ρόλο του στη συνοδεία των νεκρών στον Άδη. Επίσης επίθετο του Χάρωνα

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ψυχοπομπός οἱ ψυχοπομποί
      γενική τοῦ ψυχοπομποῦ τῶν ψυχοπομπῶν
      δοτική τῷ ψυχοπομπ τοῖς ψυχοπομποῖς
    αιτιατική τὸν ψυχοπομπόν τοὺς ψυχοπομπούς
     κλητική ! ψυχοπομπέ ψυχοπομποί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ψυχοπομπώ
γεν-δοτ τοῖν  ψυχοπομποῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ψυχοπομπός < ψυχο- + πομπός (συνοδός, οδηγός)
Λέκυθος (450 π.Χ.) με τον Ερμή ως Ψυχοπομπό να ετοιμάζεται να οδηγήσει μια ψυχή στον Κάτω Κόσμο

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψυχοπομπός θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία