κεφάτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κεφάτος | η | κεφάτη | το | κεφάτο |
γενική | του | κεφάτου | της | κεφάτης | του | κεφάτου |
αιτιατική | τον | κεφάτο | την | κεφάτη | το | κεφάτο |
κλητική | κεφάτε | κεφάτη | κεφάτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κεφάτοι | οι | κεφάτες | τα | κεφάτα |
γενική | των | κεφάτων | των | κεφάτων | των | κεφάτων |
αιτιατική | τους | κεφάτους | τις | κεφάτες | τα | κεφάτα |
κλητική | κεφάτοι | κεφάτες | κεφάτα | |||
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κεφάτος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίακεφάτος, -η, -ο
- που έχει κέφι, χαρούμενος, που έχει καλή διάθεση
- που δημιουργεί κέφι, που προκαλεί εύθυμη διάθεση