Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /bɔn/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
bonne bonnes

bonne (fr) θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία