Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
bonniche
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
bonniche
<
bonne
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
bonniche
bonniches
bonniche
(fr)
θηλυκό
(
ειρωνικό
)
η
υπηρέτρια
η
παραδουλεύτρα