πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πυρόσβεση οι πυροσβέσεις
      γενική της πυρόσβεσης* των πυροσβέσεων
    αιτιατική την πυρόσβεση τις πυροσβέσεις
     κλητική πυρόσβεση πυροσβέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πυροσβέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
πυρόσβεση < πυρό- + αρχαία ελληνική σβέ(σις) + -ση [1]
Άσκηση πυρόσβεσης.

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πυρόσβεση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη πυροσβέστης

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία