πυρονόμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pi.ɾoˈno.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πυ‐ρο‐νό‐μος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπυρονόμος αρσενικό και θηλυκό
- (βαθμός πυροσβεστικής) ενδιάμεσος βαθμός μεταξύ υπαξιωματικού και αξιωματικού της πυροσβεστικής υπηρεσίας, αντίστοιχος με του ανθυπασπιστή στις ένοπλες δυνάμεις
Δείτε επίσης
επεξεργασία- ανθυποπυραγός (↑ανώτερος)
- αρχιπυροσβέστης (↓κατώτερος)
Μεταφράσεις
επεξεργασία πυρονόμος