πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η πυρονόμος οι πυρονόμοι
      γενική του/της πυρονόμου των πυρονόμων
    αιτιατική τον/την πυρονόμο τους/τις πυρονόμους
     κλητική πυρονόμε πυρονόμοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
πυρονόμος < πυρο- + -νόμος (νέμω)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πυρονόμος αρσενικό και θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία