Δείτε επίσης: ἀντιστράτηγος
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αντιστράτηγος οι αντιστράτηγοι
      γενική του αντιστράτηγου
& αντιστρατήγου
των αντιστράτηγων
& αντιστρατήγων
    αιτιατική τον αντιστράτηγο τους αντιστράτηγους
& αντιστρατήγους
     κλητική αντιστράτηγε αντιστράτηγοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
αντιστράτηγος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀντιστράτηγος (βοηθός διοικητή), αρχαία ελληνική σημασία: αντίπαλος στρατηγός. Μορφολογικά αναλύεται σε αντι- + στρατηγός.
Διακριτικό αντιστρατήγου
του στρατού ξηράς
της Ελλάδας.
ΔΦΑ : /an.diˈstɾa.ti.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αντιστράτηγος

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αντιστράτηγος αρσενικό

  1. (στρατιωτικός βαθμός) ανώτατος αξιωματικός του στρατού ξηράς με βαθμό ανώτερο του υποστράτηγου και κατώτερο του στρατηγού
    συντομογραφία: αντγος, ατγος
  2. (βαθμός αστυνομίας) ανώτατος αξιωματικός της αστυνομίας με βαθμό ανώτερο του υποστράτηγου αστυνομίας και κατώτερο του αρχηγού αστυνομίας
    συντομογραφία: αντγος, ατγος
  3. (βαθμός πυροσβεστικής) ανώτατος αξιωματικός και αρχηγός της πυροσβεστικής υπηρεσίας με βαθμό ανώτερο του υποστρατήγου
  4. συντομογραφία: αντγος, ατγος

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία