Δείτε επίσης: ὑποστράτηγος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υποστράτηγος οι υποστράτηγοι
      γενική του υποστράτηγου
υποστρατήγου
των υποστράτηγων
υποστρατήγων
    αιτιατική τον υποστράτηγο τους υποστράτηγους
υποστρατήγους
     κλητική υποστράτηγε υποστράτηγοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υποστράτηγος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑποστράτηγος. Μορφολογικά αναλύεται σε υπο- + στρατηγός.
 
Επωμίδα με τα διακριτικά του υποστράτηγου του Ελληνικού Στρατού

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.poˈstra.ti.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πο‐στρά‐τη‐γος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υποστράτηγος αρσενικό

  1. (στρατιωτικός βαθμός) ανώτατος αξιωματικός του στρατού ξηράς με βαθμό ανώτερο του ταξίαρχου και κατώτερο του αντιστράτηγου
    συντομογραφία:' υπτγος
  2. (βαθμός αστυνομίας) ανώτατος αξιωματικός της αστυνομίας με βαθμό ανώτερο του ταξίαρχου αστυνομίας και κατώτερο του αντιστράτηγου αστυνομίας
    συντομογραφία: υστγος, υπτγος
  3. (βαθμός πυροσβεστικής) ανώτατος αξιωματικός της πυροσβεστικής με βαθμό ανώτερο του αρχιπύραρχου και κατώτερο του αντιστράτηγου πυροσβεστικής (αρχηγός)
    συντομογραφία: υστγος, υπτγος

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις υπό, στρατηγός και στρατός

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία