επωμίδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επωμίδα | οι | επωμίδες |
γενική | της | επωμίδας | των | επωμίδων |
αιτιατική | την | επωμίδα | τις | επωμίδες |
κλητική | επωμίδα | επωμίδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- επωμίδα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἑπωμίς (μπρατέλα γυναικείου χιτώνα) από την αιτιατική «τὴν επωμίδα» & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική épaulette [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.poˈmi.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πω‐μί‐δα
Ουσιαστικό επεξεργασία
επωμίδα θηλυκό
- (ενδυμασία) διακοσμητικό μέρος ενδύματος, το οποίο εφαρμόζεται πάνω στο ύφασμα του ώμου. Συνήθως υπάρχει σε στολές για την τοποθέτηση διακριτικών στρατιωτικού βαθμού. Επίσης, για τη διακόσμηση αθλητικών ρούχων.
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
επωμίδα
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ επωμίδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας