Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επωμίδα οι επωμίδες
      γενική της επωμίδας των επωμίδων
    αιτιατική την επωμίδα τις επωμίδες
     κλητική επωμίδα επωμίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Επωμίδα σε βρετανικό στρατιωτικό πουλόβερ.

  Ετυμολογία επεξεργασία

επωμίδα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἑπωμίς (μπρατέλα γυναικείου χιτώνα) από την αιτιατική «τὴν επωμίδα» & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική épaulette [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.poˈmi.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πω‐μί‐δα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επωμίδα θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία