σπαλέτα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σπαλέτα | οι | σπαλέτες |
γενική | της | σπαλέτας | των | σπαλετών |
αιτιατική | τη | σπαλέτα | τις | σπαλέτες |
κλητική | σπαλέτα | σπαλέτες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σπαλέτα < (άμεσο δάνειο) βενετική spaleta
Ουσιαστικό επεξεργασία
σπαλέτα θηλυκό