Ετυμολογία

επεξεργασία
bretelle < παλαιά άνω γερμανική brettil, ηνίο (δείτε τη γαλλική λέξη bride)

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
bretelle bretelles

bretelle (fr) θηλυκό (συχνά στον πληθυντικό)

  1. (παρωχημένο) ο αορτήρας, η τιράντα
      Bretelle de cuir.
    εσθονικά On se sert de bretelles pour porter une civière, un brancard, une hotte, une chaise à porteurs, des seaux d’eau.
      Raccourcir, allonger les bretelles d’une hotte.
      Porter le fusil à la bretelle.
  2. (στον πληθυντικό, ενδυμασία) bretelles: η διπλή λωρίδα που περνιέται από τους ώμους για να κρατούν διάφορα ρούχα ή εσώρουχα
      mettre des bretelles
      porter des bretelles
      se servir de bretelles'
      bretelles élastiques
      bretelles de soutien-gorge
      bretelles de pantalon
      une paire de bretelles
  3. (τεχνολογία) ο μηχανισμός που επιτρέπει σε ένα τρένο να περνά από μια γραμμή σε άλλη
  4. (σε δρόμους, αυτοκινητοδρόμους, αεροδρόμια) η λωρίδα

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

bretelle (it)