bretelle
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
bretelle | bretelles |
bretelle (fr) θηλυκό (συχνά στον πληθυντικό)
- (παρωχημένο) ο αορτήρας, η τιράντα
- ⮡ Bretelle de cuir.
- εσθονικά On se sert de bretelles pour porter une civière, un brancard, une hotte, une chaise à porteurs, des seaux d’eau.
- ⮡ Raccourcir, allonger les bretelles d’une hotte.
- ⮡ Porter le fusil à la bretelle.
- (στον πληθυντικό, ενδυμασία) bretelles: η διπλή λωρίδα που περνιέται από τους ώμους για να κρατούν διάφορα ρούχα ή εσώρουχα
- ⮡ mettre des bretelles
- ⮡ porter des bretelles
- ⮡ se servir de bretelles'
- ⮡ bretelles élastiques
- ⮡ bretelles de soutien-gorge
- ⮡ bretelles de pantalon
- ⮡ une paire de bretelles
- (τεχνολογία) ο μηχανισμός που επιτρέπει σε ένα τρένο να περνά από μια γραμμή σε άλλη
- (σε δρόμους, αυτοκινητοδρόμους, αεροδρόμια) η λωρίδα
Εκφράσεις
επεξεργασία- avec ceinture et bretelles
- piano à bretelles, (λαϊκότροπο, παρωχημένο) το ακορντεόν
- en avoir jusqu'aux bretelles : (παρωχημένο) η δουλειά μου πηγαίνει άσχημα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΙταλικά (it)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /brɛˈtɛl.le/