ακορντεόν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακορντεόν < (άμεσο δάνειο) γαλλική accordéon < γερμανική Akkordeon < Akkord < γαλλική accord < παλαιά γαλλική acorder < ιταλική accordare < δημώδης λατινική *accordāre < *accordō < λατινική cor < πρωτοϊταλική *kord < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱḗr- / *ḱr̥d- (καρδιά)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.koɾ.deˈon/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαακορντεόν ουδέτερο άκλιτο
- (μουσικό όργανο) μουσικό όργανο με πλήκτρα και φυσούνα· ο οργανοπαίκτης με το δεξί χέρι του παίζει τη μελωδία και με το αριστερό χέρι τη συνοδεία καθώς ανοιγοκλείνει τη φυσούνα· το ρεύμα του αέρα που δημιουργεί το ανοιγοκλείσιμο της φυσούνας δονεί τα μεταλλικά ελάσματα που αντιστοιχούν στις νότες
Άλλες μορφές
επεξεργασία- ακκορντεόν (πιστός μεταγραμματισμός του γαλλικού accordéon)
Συγγενικά
επεξεργασία- ακορντεονίστα (θηλυκό)
- ακορντεονίστας (αρσενικό)
- ακορντεονίστρια (θηλυκό, όρος που δεν χρησιμοποιείται από τους ίδιους τους μουσικούς)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- ακορντεόν στη Βικιπαίδεια