↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ακορντεονίστας οι ακορντεονίστες
      γενική του ακορντεονίστα των ακορντεονιστών
    αιτιατική τον ακορντεονίστα τους ακορντεονίστες
     κλητική ακορντεονίστα ακορντεονίστες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ακορντεονίστας < (άμεσο δάνειο) γαλλική accordéoniste[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ακορντεονίστας αρσενικό (θηλυκό ακορντεονίστα)

  • (μουσική, επάγγελμα) μουσικός που παίζει ακορντεόν
    ※  Ο ακορντεονίστας έπαιζε έναν σκοπό που θα ήθελε να θυμίζει τον «Δρόμο» του Λοΐζου.
    Γιάννης Γορανίτης, 24, Αθήνα: Πατάκης, 2017. σελ. 86

Σημειώσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία