Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ακορντεονίστας οι ακορντεονίστες
      γενική του ακορντεονίστα των ακορντεονιστών
    αιτιατική τον ακορντεονίστα τους ακορντεονίστες
     κλητική ακορντεονίστα ακορντεονίστες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακορντεονίστας < (άμεσο δάνειο) γαλλική accordéoniste[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ακορντεονίστας αρσενικό (ακορντεονίστα θηλυκό)

Σημειώσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία