μεταγραμματισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μεταγραμματισμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μεταγραμματισμός[1] Μορφολογικά αναλύεται σε μετα- + γράμμα, γραμματ- + -ισμός
- (σύγχρονη έννοια): < απόδοση: (άμεσο δάνειο) αγγλική transliteration
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /me.ta.ɣɾa.ma.tiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τα‐γραμ‐μα‐τι‐σμός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μεταγραμματισμός αρσενικό
- αλλαγή της σειράς των γραμμάτων σε μία λέξη[1]
- (γλωσσολογία, σύγχρονος όρος) μεταγραφή των λέξεων μιας γλώσσας με χρήση του αλφαβήτου μιας άλλης γλώσσας αντιστοιχώντας τα σύμβολα (π.χ. ελληνικά προς λατινικά α → a, χ → ch)
- ο λατινικός μεταγραμματισμός της λέξης μεταγραμματισμός είναι metagrammatismos
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μεταγραμματισμός
Αναφορές
επεξεργασία
- 1 2 «μεταγραμματίζω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μεταγραμματισμός < μετα- + γράμμα, γραμματ- + -ισμός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μεταγραμματισμός αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή) μεταγραφή με άλλη ορθογραφία
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- μεταγραμματισμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.