Δείτε επίσης: μεταγραμματισμός

νστφρυεοοα

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αναγραμματισμός οι αναγραμματισμοί
      γενική του αναγραμματισμού των αναγραμματισμών
    αιτιατική τον αναγραμματισμό τους αναγραμματισμούς
     κλητική αναγραμματισμέ αναγραμματισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αναγραμματισμός < (ελληνιστική κοινήἀναγραμματισμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αναγραμματισμός αρσενικό

  1. η δημιουργία μιας λέξης με μετάθεση των γραμμάτων που υπάρχουν σε μια φράση ή σε μια άλλη λέξη
    η λέξη « γραφή » είναι αναγραμματισμός της λέξης « φραγή »
  2. το τυχαίο ανακάτεμα των γραμμάτων των λέξεων, συνήθως ως παιχνίδι

Συγγενικά

επεξεργασία
  • αναγραμματικό λεξικό[1]

  Μεταφράσεις

επεξεργασία