Ετυμολογία

επεξεργασία
αναγραμματίζω < αρχαία ελληνική ἀναγραμματίζω < ἀνά + γράμμα

αναγραμματίζω


Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία