naramiennik
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
naramiennik (pl) < από το πρόθημα na- (pl) (επάνω, υπέρ) και τη λέξη ramię (pl) (ώμος)
Ουσιαστικό επεξεργασία
naramiennik (pl) αρσενικό
- η επωμίδα
naramiennik (pl) < από το πρόθημα na- (pl) (επάνω, υπέρ) και τη λέξη ramię (pl) (ώμος)
naramiennik (pl) αρσενικό