Ετυμολογία

επεξεργασία

naramiennik (pl) < από το πρόθημα na- (pl) (επάνω, υπέρ) και τη λέξη ramię (pl) (ώμος)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

naramiennik (pl) αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία