Ετυμολογία

επεξεργασία

épaulette (fr) < από τη λέξη épaule (fr) και επίθημα -ette (fr) < λατινική spathula (la) < λατινική spatha (la) και το υποκοριστικό επίθημα -ula (la) < αρχαία ελληνική σπάθη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
épaulette épaulettes

épaulette (pl) θηλυκό