Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αντιναύαρχος οι αντιναύαρχοι
      γενική του αντιναύαρχου
αντιναυάρχου
των αντιναύαρχων
αντιναυάρχων
    αιτιατική τον αντιναύαρχο τους αντιναύαρχους
αντιναυάρχους
     κλητική αντιναύαρχε αντιναύαρχοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιναύαρχος < αντι- + ναύαρχος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική vice-admiral ή από την αγγλική vice admiral[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /an.diˈna.vaɾ.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ντι‐ναύ‐αρ‐χος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντιναύαρχος αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία