αντιναύαρχος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αντιναύαρχος | οι | αντιναύαρχοι |
γενική | του | αντιναύαρχου & αντιναυάρχου |
των | αντιναύαρχων & αντιναυάρχων |
αιτιατική | τον | αντιναύαρχο | τους | αντιναύαρχους & αντιναυάρχους |
κλητική | αντιναύαρχε | αντιναύαρχοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιναύαρχος < αντι- + ναύαρχος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική vice-admiral ή από την αγγλική vice admiral[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /an.diˈna.vaɾ.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντι‐ναύ‐αρ‐χος
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντιναύαρχος αρσενικό
- (στρατιωτικός βαθμός, ναυτικός όρος) στρατιωτικός βαθμός αξιωματικού (που αντιστοιχεί στον αντιστράτηγο του στρατού ξηράς)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιναύαρχος
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αντιναύαρχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας