Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ναύαρχος οι ναύαρχοι
      γενική του ναύαρχου
ναυάρχου
των ναύαρχων
ναυάρχων
    αιτιατική τον ναύαρχο τους ναύαρχους
ναυάρχους
     κλητική ναύαρχε ναύαρχοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ναύαρχος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ναύαρχος < ναῦς + -αρχος ἄρχω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈna.vaɾ.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ναύ‐αρ‐χος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ναύαρχος αρσενικό ή θηλυκό

  1. (ναυτικός όρος, στρατιωτικός βαθμός) ο ανώτατος βαθμός στο Πολεμικό Ναυτικό
  2. τιμητική προσφώνηση για ανώτατους αξιωματικούς του ναυτικού με τον βαθμό του υποναυάρχου και του αντιναυάρχου

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ναύαρχος οἱ ναύαρχοι
      γενική τοῦ ναυάρχου τῶν ναυάρχων
      δοτική τῷ ναυάρχ τοῖς ναυάρχοις
    αιτιατική τὸν ναύαρχον τοὺς ναυάρχους
     κλητική ! ναύαρχε ναύαρχοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ναυάρχω
γεν-δοτ τοῖν  ναυάρχοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ναύαρχος < (ναῦς) ναυ- + -αρχος ἄρχω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ναύαρχος αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις ναῦς και ἄρχω


  Πηγές επεξεργασία