πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ναύαρχος οι ναύαρχοι
      γενική του ναύαρχου
& ναυάρχου
των ναύαρχων
& ναυάρχων
    αιτιατική τον ναύαρχο τους ναύαρχους
& ναυάρχους
     κλητική ναύαρχε ναύαρχοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ναύαρχος αρσενικό ή θηλυκό

  1. (ναυτικός όρος, στρατιωτικός βαθμός) ο ανώτατος βαθμός στο Πολεμικό Ναυτικό
  2. τιμητική προσφώνηση για ανώτατους αξιωματικούς του ναυτικού με τον βαθμό του υποναυάρχου και του αντιναυάρχου

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ναύαρχος οἱ ναύαρχοι
      γενική τοῦ ναυάρχου τῶν ναυάρχων
      δοτική τῷ ναυάρχ τοῖς ναυάρχοις
    αιτιατική τὸν ναύαρχον τοὺς ναυάρχους
     κλητική ! ναύαρχε ναύαρχοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ναυάρχω
γεν-δοτ τοῖν  ναυάρχοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ναύαρχος < (ναῦς) ναυ- + -αρχος ἄρχω

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ναύαρχος αρσενικό

  • (ναυτικός όρος) αρχηγός στόλου
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 7 (Πολύμνια), 100.3
    τὰς δὲ νέας οἱ ναύαρχοι ἀναγαγόντες ὅσον τε τέσσερα πλέθρα ἀπὸ τοῦ αἰγιαλοῦ ἀνεκώχευον,
    Και οι πλοίαρχοι είχαν βγάλει στ᾽ ανοιχτά τα καράβια τους, τέσσερα περίπου πλέθρα απ᾽ το γιαλό, και τα κρατούσαν στις άγκυρες,
    Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greeklanguage.gr
      5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 8, 23.1
    Ἀστύοχος δὲ ὁ Λακεδαιμόνιος ναύαρχος τέσσαρσι ναυσίν, ὥσπερ ὥρμητο, πλέων ἐκ τῶν Κεγχρειῶν ἀφικνεῖται ἐς Χίον.
    Στο μεταξύ ο Λακεδαιμόνιος ναύαρχος Αστύοχος, με τα τέσσερα καράβια που είχε, έφτασε από τις Κεχριές στην Χίο.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greeklanguage.gr
    άλλες μορφές: ναυάρχης

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τις λέξεις ναῦς και ἄρχω