ναύαρχος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ναύαρχος | οι | ναύαρχοι |
γενική | του | ναυάρχου & ναύαρχου |
των | ναυάρχων & ναύαρχων |
αιτιατική | τον | ναύαρχο | τους | ναυάρχους & ναύαρχους |
κλητική | ναύαρχε | ναύαρχοι | ||
όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ναύαρχος < αρχαία ελληνική ναύαρχος < ναῦς + ἄρχω
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ναύαρχος αρσενικό ή θηλυκό
- ο ανώτατος βαθμός στο Πολεμικό Ναυτικό
- τιμητική προσφώνηση για ανώτατους αξιωματικούς του ναυτικού με τον βαθμό του υποναυάρχου και του αντιναυάρχου