πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ναυαρχίς αἱ ναυαρχίδες
      γενική τῆς ναυαρχίδος τῶν ναυαρχίδων
      δοτική τῇ ναυαρχίδ ταῖς ναυαρχίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ναυαρχίδ τὰς ναυαρχίδᾰς
     κλητική ! ναυαρχίς* ναυαρχίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ναυαρχίδε
γεν-δοτ τοῖν  ναυαρχίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

ναυαρχίς (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ναύαρχ(ος) + -ίς[1]  δείτε τις λέξεις ναῦς και ἀρχή. Εννοείται θηλυκό ουσιαστικό όπως «ναῦς», «τριήρης»

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ναυαρχίς θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τις λέξεις ναύαρχος και ναῦς

Αναφορές

επεξεργασία
  1. ναύαρχος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.