• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

ναυαρχία

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ναυαρχία οι ναυαρχίες
      γενική της ναυαρχίας των ναυαρχιών
    αιτιατική τη ναυαρχία τις ναυαρχίες
     κλητική ναυαρχία ναυαρχίες
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ναυαρχία < αρχαία ελληνική < ναύαρχος

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ναυαρχία θηλυκό

  1. το αξίωμα του ναυάρχου
  2. η θητεία ενός αξιωματικού στο αξίωμα του ναυάρχου

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • ναυαρχείο
  • ναυαρχία
  • ναυαρχίδα
  • ναύαρχος

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    ναυαρχία
  • γαλλικά : amirauté (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ναυαρχία&oldid=4860889"
Τελευταία επεξεργασία στις 5 Οκτωβρίου 2020, στις 08:14

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 5 Οκτωβρίου 2020, στις 08:14.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie