ναυαρχία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ναυαρχία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ναυαρχία < ναύαρχος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαναυαρχία θηλυκό
- (ναυτικός όρος) το αξίωμα του ναυάρχου
- η θητεία ενός αξιωματικού στο αξίωμα του ναυάρχου
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ναυαρχίᾱ | αἱ | ναυαρχίαι |
γενική | τῆς | ναυαρχίᾱς | τῶν | ναυαρχιῶν |
δοτική | τῇ | ναυαρχίᾳ | ταῖς | ναυαρχίαις |
αιτιατική | τὴν | ναυαρχίᾱν | τὰς | ναυαρχίᾱς |
κλητική ὦ! | ναυαρχίᾱ | ναυαρχίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ναυαρχίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ναυαρχίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Πηγές
επεξεργασία- ναυαρχία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ναυαρχία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.