πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ναυαρχί αἱ ναυαρχίαι
      γενική τῆς ναυαρχίᾱς τῶν ναυαρχιῶν
      δοτική τῇ ναυαρχί ταῖς ναυαρχίαις
    αιτιατική τὴν ναυαρχίᾱν τὰς ναυαρχίᾱς
     κλητική ! ναυαρχί ναυαρχίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ναυαρχί
γεν-δοτ τοῖν  ναυαρχίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ζητούμενο λήμμα