Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ναυαρχείο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ναυαρχεί
ο
τα
ναυαρχεί
α
γενική
του
ναυαρχεί
ου
των
ναυαρχεί
ων
αιτιατική
το
ναυαρχεί
ο
τα
ναυαρχεί
α
κλητική
ναυαρχεί
ο
ναυαρχεί
α
Κατηγορία
όπως «
πεύκο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ναυαρχείο
<
ναύαρχος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ναυαρχείο
ουδέτερο
η
έδρα
του
ναυάρχου
, το
αρχηγείο
του Πολεμικού Ναυτικού
Συγγενικά
επεξεργασία
ναυαρχείο
ναυαρχία
ναυαρχίδα
ναύαρχος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ναυαρχείο
γαλλικά
:
amirauté
(fr)