τριήρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τριήρης | οι | τριήρεις |
γενική | της | τριήρους | των | τριήρεων |
αιτιατική | την | τριήρη | τις | τριήρεις |
κλητική | τριήρης | τριήρεις | ||
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τριήρης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τριήρης < τρι- + ἐρέσσω
Ουσιαστικό
επεξεργασίατριήρης θηλυκό
- (ναυτικός όρος, ιστορία) αρχαίο πολεμικό πλοίο με τρεις σειρές κουπιών και κωπηλατών εκατέρωθεν, δηλαδή συνολικά έξι· υπήρχαν όμως και τριήρεις με λιγότερες σειρές
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τριήρης
Πηγές
επεξεργασία- τριήρης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τριήρης < τρι- + ἐρέσσω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίατριήρης θηλυκό
- (ναυτικός όρος) η τριήρης
Πηγές
επεξεργασία- τριήρης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τριήρης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.